Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθέωρος
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχοντικός
ἀρχός
ἀρχῳδός
ἄρχων
ἄρχω
ἀρωγή
View word page
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτονέω ἀρχιτέκτων to be the architect, Plut. generally, to construct, contrive, Ar.
ShortDef
to be the architect
Debugging
Headword:
ἀρχιτεκτονέω
Headword (normalized):
ἀρχιτεκτονέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιτεκτονεω
IDX:
5072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5075
Key:
a)rxitektone/w
Data
{'content': 'ἀρχιτεκτονέω\n ἀρχιτέκτων\n to be the architect, Plut.\n generally, to construct, contrive, Ar.', 'key': 'a)rxitektone/w'}