Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρχῆθεν
ἀρχήν
ἀρχή
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθέωρος
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
View word page
ἀρχιθέωρος
ἀρχιθέωρος θεωρός the chief of a θεωρία or sacred embassy, Andoc., Arist.
ShortDef
chief of a θεωρία or sacred embassy
Debugging
Headword:
ἀρχιθέωρος
Headword (normalized):
ἀρχιθέωρος
Headword (normalized/stripped):
αρχιθεωρος
IDX:
5064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5067
Key:
a)rxiqe/wros
Data
{'content': 'ἀρχιθέωρος\n θεωρός\n the chief of a θεωρία or sacred embassy, Andoc., Arist.', 'key': 'a)rxiqe/wros'}