Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχήν
ἀρχή
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθέωρος
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτέκτων
View word page
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρέω from ἀρχιθέωρος to be ἀρχιθέωρος, Dem.

ShortDef

to be ἀρχιθέωρος

Debugging

Headword:
ἀρχιθεωρέω
Headword (normalized):
ἀρχιθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιθεωρεω
IDX:
5063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5066
Key:
a)rxiqewre/w

Data

{'content': 'ἀρχιθεωρέω\n from ἀρχιθέωρος\n to be ἀρχιθέωρος, Dem.', 'key': 'a)rxiqewre/w'}