Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρχηγενής
ἀρχηγετεύω
ἀρχηγετέω
ἀρχηγέτης
ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχήν
ἀρχή
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθέωρος
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
View word page
ἀρχιερατικός
ἀρχιερατικός from ἀρχιερεύσις of the high-priest, NTest.

ShortDef

of the high-priest

Debugging

Headword:
ἀρχιερατικός
Headword (normalized):
ἀρχιερατικός
Headword (normalized/stripped):
αρχιερατικος
IDX:
5059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5062
Key:
a)rxieratiko/s

Data

{'content': 'ἀρχιερατικός\n from ἀρχιερεύσις\n of the high-priest, NTest.', 'key': 'a)rxieratiko/s'}