Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρχέχορος
ἀρχηγενής
ἀρχηγετεύω
ἀρχηγετέω
ἀρχηγέτης
ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχήν
ἀρχή
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθέωρος
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
View word page
ἀρχίδιον
ἀρχίδιον Dim. of ἀρχή II.3 a petty office, petty officer, Ar., Dem.

ShortDef

a petty office, petty officer

Debugging

Headword:
ἀρχίδιον
Headword (normalized):
ἀρχίδιον
Headword (normalized/stripped):
αρχιδιον
IDX:
5058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5061
Key:
a)rxi/dion

Data

{'content': 'ἀρχίδιον\n Dim. of ἀρχή II.3\n a petty office, petty officer, Ar., Dem.', 'key': 'a)rxi/dion'}