Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρχάγγελος
ἀρχαϊκός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσία
ἀρχεῖον
ἀρχέκακος
ἀρχέλαος
ἀρχέπλουτος
ἀρχέπολις
ἀρχέτας
ἀρχέτυπον
ἀρχεύω
View word page
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιότροπος old-fashioned, Thuc.

ShortDef

old-fashioned

Debugging

Headword:
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized):
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοτροπος
IDX:
5037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5040
Key:
a)rxaio/tropos

Data

{'content': 'ἀρχαιότροπος\n old-fashioned, Thuc.', 'key': 'a)rxaio/tropos'}