Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρύω
ἀρχάγγελος
ἀρχαϊκός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσία
ἀρχεῖον
ἀρχέκακος
ἀρχέλαος
ἀρχέπλουτος
ἀρχέπολις
ἀρχέτας
ἀρχέτυπον
View word page
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιοτροπία from ἀρχαιότροπος old fashions or customs, Plut.
ShortDef
old fashions
Debugging
Headword:
ἀρχαιοτροπία
Headword (normalized):
ἀρχαιοτροπία
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοτροπια
IDX:
5036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5039
Key:
a)rxaiotropi/a
Data
{'content': 'ἀρχαιοτροπία\n from ἀρχαιότροπος\n old fashions or customs, Plut.', 'key': 'a)rxaiotropi/a'}