Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρυστήρ
ἀρύστιχος
ἀρυστρίς
ἀρύταινα
ἀρυτήσιμος
ἀρύω
ἀρχάγγελος
ἀρχαϊκός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσία
ἀρχεῖον
ἀρχέκακος
View word page
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιολόγος λέγω an antiquary.

ShortDef

an antiquary

Debugging

Headword:
ἀρχαιολόγος
Headword (normalized):
ἀρχαιολόγος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιολογος
IDX:
5031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5034
Key:
a)rxaiolo/gos

Data

{'content': 'ἀρχαιολόγος\n λέγω\n an antiquary.', 'key': 'a)rxaiolo/gos'}