Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτύω
ἀρύβαλλος
ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
ἀρύστιχος
ἀρυστρίς
ἀρύταινα
ἀρυτήσιμος
ἀρύω
ἀρχάγγελος
ἀρχαϊκός
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιρεσιάζω
View word page
ἀρχαϊκός
ἀρχαϊκός ἀρχαῖος old-fashioned, antiquated, primitive, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.

ShortDef

old-fashioned, antiquated, primitive

Debugging

Headword:
ἀρχαϊκός
Headword (normalized):
ἀρχαϊκός
Headword (normalized/stripped):
αρχαικος
IDX:
5028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5031
Key:
a)rxai+ko/s

Data

{'content': 'ἀρχαϊκός\n ἀρχαῖος\n old-fashioned, antiquated, primitive, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.', 'key': 'a)rxai+ko/s'}