Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
ἀείρω
ἄεισμα
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
ἀειχρόνιος
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
View word page
ἀειπάρθενος
ἀειπάρθενος ever a virgin, Sapph.

ShortDef

ever a virgin

Debugging

Headword:
ἀειπάρθενος
Headword (normalized):
ἀειπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
αειπαρθενος
IDX:
502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n502
Key:
a)eipa/rqenos

Data

{'content': 'ἀειπάρθενος\n ever a virgin, Sapph.', 'key': 'a)eipa/rqenos'}