Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
ἀρτοκόπος
ἀρτολάγυνος
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιός
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἀρτοσιτέω
ἄρτος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἄρτυμα
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτύω
ἀρύβαλλος
ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
View word page
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτέω σιτέομαι to eat wheaten bread, Xen.

ShortDef

to eat wheaten bread

Debugging

Headword:
ἀρτοσιτέω
Headword (normalized):
ἀρτοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
αρτοσιτεω
IDX:
5011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5014
Key:
a)rtosite/w

Data

{'content': 'ἀρτοσιτέω\n σιτέομαι\n to eat wheaten bread, Xen.', 'key': 'a)rtosite/w'}