Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
ἀρτοκόπος
ἀρτολάγυνος
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιός
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἀρτοσιτέω
ἄρτος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἄρτυμα
View word page
ἀρτοκόπος
ἀρτοκόπος a baker, Hdt., Xen. Prob. for ἀρτοπόπος, from πέπτω, cf. Lat. coquus.

ShortDef

a baker

Debugging

Headword:
ἀρτοκόπος
Headword (normalized):
ἀρτοκόπος
Headword (normalized/stripped):
αρτοκοπος
IDX:
5005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5008
Key:
a)rtoko/pos

Data

{'content': 'ἀρτοκόπος\n a baker, Hdt., Xen. \n Prob. for ἀρτοπόπος, from πέπτω, cf. Lat. coquus.', 'key': 'a)rtoko/pos'}