Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
ἀρτοκόπος
ἀρτολάγυνος
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιός
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἀρτοσιτέω
ἄρτος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
View word page
ἀρτίχριστος
ἀρτίχριστος fresh-spread, φάρμακον Soph.

ShortDef

fresh-spread

Debugging

Headword:
ἀρτίχριστος
Headword (normalized):
ἀρτίχριστος
Headword (normalized/stripped):
αρτιχριστος
IDX:
5004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5007
Key:
a)rti/xristos

Data

{'content': 'ἀρτίχριστος\n fresh-spread, φάρμακον Soph.', 'key': 'a)rti/xristos'}