Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
ἀρτοκόπος
ἀρτολάγυνος
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιός
View word page
ἀρτιτρεφής
ἀρτιτρεφής τρέφω just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of young children, Aesch.

ShortDef

just nursed

Debugging

Headword:
ἀρτιτρεφής
Headword (normalized):
ἀρτιτρεφής
Headword (normalized/stripped):
αρτιτρεφης
IDX:
4998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5001
Key:
a)rtitrefh/s

Data

{'content': 'ἀρτιτρεφής\n τρέφω\n just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of young children, Aesch.', 'key': 'a)rtitrefh/s'}