Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτιμελής
ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
ἀρτοκόπος
ἀρτολάγυνος
ἀρτοποιΐα
View word page
ἀρτίτοκος
ἀρτίτοκος τίκτω new-born, Anth., Luc. paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, Anth.

ShortDef

new-born

Debugging

Headword:
ἀρτίτοκος
Headword (normalized):
ἀρτίτοκος
Headword (normalized/stripped):
αρτιτοκος
IDX:
4997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5000
Key:
a)rti/tokos

Data

{'content': 'ἀρτίτοκος\n τίκτω\n new-born, Anth., Luc.\n paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, Anth.', 'key': 'a)rti/tokos'}