Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτιχανής
ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος
View word page
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκαπτος σκάπτω just dug, Anth.

ShortDef

just dug

Debugging

Headword:
ἀρτίσκαπτος
Headword (normalized):
ἀρτίσκαπτος
Headword (normalized/stripped):
αρτισκαπτος
IDX:
4994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4997
Key:
a)rti/skaptos

Data

{'content': 'ἀρτίσκαπτος\n σκάπτω\n just dug, Anth.', 'key': 'a)rti/skaptos'}