Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
ἀρτίτοκος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτίφρων
View word page
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπλουτος newly gotten, χρήματα Eur.

ShortDef

newly gotten

Debugging

Headword:
ἀρτίπλουτος
Headword (normalized):
ἀρτίπλουτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιπλουτος
IDX:
4990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4993
Key:
a)rti/ploutos

Data

{'content': 'ἀρτίπλουτος\n newly gotten, χρήματα Eur.', 'key': 'a)rti/ploutos'}