Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
ἀείρω
ἄεισμα
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
View word page
ἀειλογία
ἀειλογία λέγω a continual talking:— as Attic law-term, τὴν ἀ. προτείνεσθαι or παρέχειν to court continual inquiry into oneʼs conduct, Dem.
ShortDef
a continual talking
Debugging
Headword:
ἀειλογία
Headword (normalized):
ἀειλογία
Headword (normalized/stripped):
αειλογια
IDX:
499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n499
Key:
a)eilogi/a
Data
{'content': 'ἀειλογία\n λέγω\n a continual talking:— as Attic law-term, τὴν ἀ. προτείνεσθαι or παρέχειν to court continual inquiry into oneʼs conduct, Dem.', 'key': 'a)eilogi/a'}