Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίστομος
ἀρτιτελής
View word page
ἀρτιμαθής
ἀρτιμαθής μαθεῖν having just learnt a thing, c. gen., Eur.

ShortDef

having just learnt

Debugging

Headword:
ἀρτιμαθής
Headword (normalized):
ἀρτιμαθής
Headword (normalized/stripped):
αρτιμαθης
IDX:
4986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4989
Key:
a)rtimaqh/s

Data

{'content': 'ἀρτιμαθής\n μαθεῖν\n having just learnt a thing, c. gen., Eur.', 'key': 'a)rtimaqh/s'}