ἀρτίκολλος
ἀρτίκολλος
κόλλα
close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph.
metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.