Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτίγονος
ἀρτιδαής
ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἄρτιος
ἀρτιπαγής
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπους
ἄρτι
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
View word page
ἀρτίκολλος
ἀρτίκολλος κόλλα close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph. metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.

ShortDef

close-glued, clinging close to

Debugging

Headword:
ἀρτίκολλος
Headword (normalized):
ἀρτίκολλος
Headword (normalized/stripped):
αρτικολλος
IDX:
4984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4987
Key:
a)rti/kollos

Data

{'content': 'ἀρτίκολλος\n κόλλα\n close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph.\n metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.', 'key': 'a)rti/kollos'}