Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτιάζω
ἀρτιασμός
ἀρτιβρεχής
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγονος
ἀρτιδαής
ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
View word page
ἀρτίδορος
ἀρτίδορος δείρω just stript off or peeled, Anth.

ShortDef

just stript off

Debugging

Headword:
ἀρτίδορος
Headword (normalized):
ἀρτίδορος
Headword (normalized/stripped):
αρτιδορος
IDX:
4977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4980
Key:
a)rti/doros

Data

{'content': 'ἀρτίδορος\n δείρω\n just stript off or peeled, Anth.', 'key': 'a)rti/doros'}