Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄρτημα
ἀρτηρία
ἀρτιάζω
ἀρτιασμός
ἀρτιβρεχής
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγονος
ἀρτιδαής
ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτίκολλος
ἀρτιλόχευτος
View word page
ἀρτιδαής
ἀρτιδαής δάημι just taught, Anth.
ShortDef
just taught
Debugging
Headword:
ἀρτιδαής
Headword (normalized):
ἀρτιδαής
Headword (normalized/stripped):
αρτιδαης
IDX:
4975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4978
Key:
a)rtidah/s
Data
{'content': 'ἀρτιδαής\n δάημι\n just taught, Anth.', 'key': 'a)rtidah/s'}