Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρτέμων
ἀρτέομαι
ἄρτημα
ἀρτηρία
ἀρτιάζω
ἀρτιασμός
ἀρτιβρεχής
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγονος
ἀρτιδαής
ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
View word page
ἀρτιγλυφής
ἀρτιγλυφής γλύπτω newly carved, Theocr.

ShortDef

newly carved

Debugging

Headword:
ἀρτιγλυφής
Headword (normalized):
ἀρτιγλυφής
Headword (normalized/stripped):
αρτιγλυφης
IDX:
4973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4976
Key:
a)rtiglufh/s

Data

{'content': 'ἀρτιγλυφής\n γλύπτω\n newly carved, Theocr.', 'key': 'a)rtiglufh/s'}