Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρτεμής
ἀρτεμία
Ἀρτεμίσιον
Ἄρτεμις
ἀρτέμων
ἀρτέομαι
ἄρτημα
ἀρτηρία
ἀρτιάζω
ἀρτιασμός
ἀρτιβρεχής
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγονος
ἀρτιδαής
ἀρτίδακρυς
ἀρτίδορος
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
View word page
ἀρτιβρεχής
ἀρτιβρεχής βρέχω just steeped, Anth.
ShortDef
just steeped
Debugging
Headword:
ἀρτιβρεχής
Headword (normalized):
ἀρτιβρεχής
Headword (normalized/stripped):
αρτιβρεχης
IDX:
4969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4972
Key:
a)rtibrexh/s
Data
{'content': 'ἀρτιβρεχής\n βρέχω\n just steeped, Anth.', 'key': 'a)rtibrexh/s'}