Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
ἀείρω
ἄεισμα
ἀειφλεγής
View word page
ἀεικία
ἀεικία unseemly treatment, outrage, Hom., Hdt.:—Cf. Attic αἰκία.
ShortDef
unseemly treatment, outrage
Debugging
Headword:
ἀεικία
Headword (normalized):
ἀεικία
Headword (normalized/stripped):
αεικια
IDX:
497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n497
Key:
a)eiki/a
Data
{'content': 'ἀεικία\n unseemly treatment, outrage, Hom., Hdt.:—Cf. Attic αἰκία.', 'key': 'a)eiki/a'}