Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
ἀείρω
ἄεισμα
View word page
ἀεικής
ἀεικής εἴκω unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα εἵματα Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; Ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od. unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . . , Hdt., Aesch. Cf. Attic αἰκής.

ShortDef

unseemly, shameful

Debugging

Headword:
ἀεικής
Headword (normalized):
ἀεικής
Headword (normalized/stripped):
αεικης
IDX:
496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n496
Key:
a)eikh/s

Data

{'content': 'ἀεικής\n εἴκω\n unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα εἵματα Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; Ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od.\n unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il.\n οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . . , Hdt., Aesch. Cf. Attic αἰκής.', 'key': 'a)eikh/s'}