ἀεικής
ἀεικής
εἴκω
unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα εἵματα Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; Ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od.
unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il.
οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . . , Hdt., Aesch. Cf. Attic αἰκής.