Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστία
ἄρρωστος
ἀρσενοκοίτης
ἄρσην
ἀρσίπους
ἄρσις
ἀρτάβη
ἀρταμέω
ἄρταμος
ἀρτάνη
ἀρτάω
ἀρτεμής
ἀρτεμία
Ἀρτεμίσιον
Ἄρτεμις
ἀρτέμων
ἀρτέομαι
ἄρτημα
ἀρτηρία
View word page
ἄρταμος
ἄρταμος Deriv. uncertain. a butcher, cook, Xen.
ShortDef
a butcher, cook
Debugging
Headword:
ἄρταμος
Headword (normalized):
ἄρταμος
Headword (normalized/stripped):
αρταμος
IDX:
4956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4959
Key:
a)/rtamos
Data
{'content': 'ἄρταμος\n Deriv. uncertain.\n a butcher, cook, Xen.', 'key': 'a)/rtamos'}