Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρρυτίδωτος
ἀρρωδέω
ἀρρωδίη
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστία
ἄρρωστος
ἀρσενοκοίτης
ἄρσην
ἀρσίπους
ἄρσις
ἀρτάβη
ἀρταμέω
ἄρταμος
ἀρτάνη
ἀρτάω
ἀρτεμής
ἀρτεμία
Ἀρτεμίσιον
Ἄρτεμις
View word page
ἀρσίπους
ἀρσίπους ἀερσίπους contr. for ἀερσίπους, raising the foot, active, Hhymn., Anth.

ShortDef

raising the foot, active

Debugging

Headword:
ἀρσίπους
Headword (normalized):
ἀρσίπους
Headword (normalized/stripped):
αρσιπους
IDX:
4952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4955
Key:
a)rsi/pous

Data

{'content': 'ἀρσίπους\n ἀερσίπους\n contr. for ἀερσίπους, raising the foot, active, Hhymn., Anth.', 'key': 'a)rsi/pous'}