Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἄρρυθμος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρωδέω
ἀρρωδίη
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστία
ἄρρωστος
ἀρσενοκοίτης
ἄρσην
ἀρσίπους
ἄρσις
ἀρτάβη
ἀρταμέω
View word page
ἀρρώξ
ἀρρώξ ῥήγνυμι, ἔρρωγα without cleft or breach, unbroken, γῆ Soph.
ShortDef
without cleft
Debugging
Headword:
ἀρρώξ
Headword (normalized):
ἀρρώξ
Headword (normalized/stripped):
αρρωξ
IDX:
4945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4948
Key:
a)rrw/c
Data
{'content': 'ἀρρώξ\n ῥήγνυμι, ἔρρωγα\n without cleft or breach, unbroken, γῆ Soph.', 'key': 'a)rrw/c'}