Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἄρρυθμος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρωδέω
ἀρρωδίη
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστία
ἄρρωστος
ἀρσενοκοίτης
ἄρσην
ἀρσίπους
View word page
ἀρρυτίδωτος
ἀρρυτίδωτος ῥυτίς unwrinkled, Anth.

ShortDef

unwrinkled

Debugging

Headword:
ἀρρυτίδωτος
Headword (normalized):
ἀρρυτίδωτος
Headword (normalized/stripped):
αρρυτιδωτος
IDX:
4942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4945
Key:
a)rruti/dwtos

Data

{'content': 'ἀρρυτίδωτος\n ῥυτίς\n unwrinkled, Anth.', 'key': 'a)rruti/dwtos'}