Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἄρρυθμος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρωδέω
ἀρρωδίη
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστία
View word page
ἄρριχος
ἄρριχος a wicker basket, Ar., Anth.
ShortDef
a wicker basket
Debugging
Headword:
ἄρριχος
Headword (normalized):
ἄρριχος
Headword (normalized/stripped):
αρριχος
IDX:
4938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4941
Key:
a)/rrixos
Data
{'content': 'ἄρριχος\n a wicker basket, Ar., Anth.', 'key': 'a)/rrixos'}