Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
View word page
ἀειζώων
ἀειζώων ζάω ever-living, φύτλη Anth.

ShortDef

ever-living

Debugging

Headword:
ἀειζώων
Headword (normalized):
ἀειζώων
Headword (normalized/stripped):
αειζωων
IDX:
494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n494
Key:
a)eizw/wn

Data

{'content': 'ἀειζώων\n ζάω\n ever-living, φύτλη Anth.', 'key': 'a)eizw/wn'}