Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἄρρυθμος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρωδέω
ἀρρωδίη
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
View word page
ἀρρίγητος
ἀρρίγητος ῥιγέω not shivering, daring, Anth.
ShortDef
not shivering, daring
Debugging
Headword:
ἀρρίγητος
Headword (normalized):
ἀρρίγητος
Headword (normalized/stripped):
αρριγητος
IDX:
4936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4939
Key:
a)rri/ghtos
Data
{'content': 'ἀρρίγητος\n ῥιγέω\n not shivering, daring, Anth.', 'key': 'a)rri/ghtos'}