Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
View word page
ἀρρηνής
ἀρρηνής Deriv. unknown fierce, savage, Theocr.
ShortDef
fierce, savage
Debugging
Headword:
ἀρρηνής
Headword (normalized):
ἀρρηνής
Headword (normalized/stripped):
αρρηνης
IDX:
4930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4933
Key:
a)rrhnh/s
Data
{'content': 'ἀρρηνής\n Deriv. unknown\n fierce, savage, Theocr.', 'key': 'a)rrhnh/s'}