Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
ἀρρυθμέω
View word page
ἄρρηκτος
ἄρρηκτος ῥήγνυμι unbroken, not to be broken, Hom., Hdt., Aesch., etc.: unwearied, Il.
ShortDef
unbroken, not to be broken
Debugging
Headword:
ἄρρηκτος
Headword (normalized):
ἄρρηκτος
Headword (normalized/stripped):
αρρηκτος
IDX:
4929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4932
Key:
a)/rrhktos
Data
{'content': 'ἄρρηκτος\n ῥήγνυμι\n unbroken, not to be broken, Hom., Hdt., Aesch., etc.: unwearied, Il.', 'key': 'a)/rrhktos'}