Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
ἄρριχος
View word page
ἀρρενωπός
ἀρρενωπός ὤψ masculine-looking, masculine, manly, Plat., Luc.
ShortDef
masculine-looking, masculine, manly
Debugging
Headword:
ἀρρενωπός
Headword (normalized):
ἀρρενωπός
Headword (normalized/stripped):
αρρενωπος
IDX:
4928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4931
Key:
a)rrenwpo/s
Data
{'content': 'ἀρρενωπός\n ὤψ\n masculine-looking, masculine, manly, Plat., Luc.', 'key': 'a)rrenwpo/s'}