Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρρις
View word page
ἀρρενωπία
ἀρρενωπία From ἀρρενωπός a manly look manliness, Plat.

ShortDef

a manly look manliness

Debugging

Headword:
ἀρρενωπία
Headword (normalized):
ἀρρενωπία
Headword (normalized/stripped):
αρρενωπια
IDX:
4927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4930
Key:
a)rrenwpi/a

Data

{'content': 'ἀρρενωπία\n From ἀρρενωπός\n a manly look manliness, Plat.', 'key': 'a)rrenwpi/a'}