Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἅρπαξ
ἅρπασμα
ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρια
ἀρρηφόρος
View word page
ἀρρενικός
ἀρρενικός ἄρρην male, Luc.
ShortDef
male
Debugging
Headword:
ἀρρενικός
Headword (normalized):
ἀρρενικός
Headword (normalized/stripped):
αρρενικος
IDX:
4925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4928
Key:
a)rreniko/s
Data
{'content': 'ἀρρενικός\n ἄρρην\n male, Luc.', 'key': 'a)rreniko/s'}