Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάξανδρος
ἅρπαξ
ἅρπασμα
ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἄρρηκτος
ἀρρηνής
ἄρρητος
ἀρρηφορέω
View word page
ἄρρατος
ἄρρατος ῥαίω firm, hard, solid, Plat.

ShortDef

firm, hard, solid

Debugging

Headword:
ἄρρατος
Headword (normalized):
ἄρρατος
Headword (normalized/stripped):
αρρατος
IDX:
4922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4925
Key:
a)/rratos

Data

{'content': 'ἄρρατος\n ῥαίω\n firm, hard, solid, Plat.', 'key': 'a)/rratos'}