Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάξανδρος
ἅρπαξ
ἅρπασμα
ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
View word page
ἁρπεδόνη
ἁρπεδόνη a cord, for binding or for snaring game, Xen.: a bowstring, Anth. Deriv. unknown.
ShortDef
a cord
Debugging
Headword:
ἁρπεδόνη
Headword (normalized):
ἁρπεδόνη
Headword (normalized/stripped):
αρπεδονη
IDX:
4918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4921
Key:
a(rpedo/nh
Data
{'content': 'ἁρπεδόνη\n a cord, for binding or for snaring game, Xen.: a bowstring, Anth.\n Deriv. unknown.', 'key': 'a(rpedo/nh'}