Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁρπαγμός
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάξανδρος
ἅρπαξ
ἅρπασμα
ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενόπαις
ἀρρενωπία
View word page
ἁρπαστός
ἁρπαστός ἁρπάζω carried away, Anth.
ShortDef
carried away
Debugging
Headword:
ἁρπαστός
Headword (normalized):
ἁρπαστός
Headword (normalized/stripped):
αρπαστος
IDX:
4917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4920
Key:
a(rpasto/s
Data
{'content': 'ἁρπαστός\n ἁρπάζω\n carried away, Anth.', 'key': 'a(rpasto/s'}