Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπάγιμος
ἁρπαγμός
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάξανδρος
ἅρπαξ
ἅρπασμα
ἁρπαστός
ἁρπεδόνη
ἅρπη
Ἅρπυιαι
ἀρραβών
ἄρρατος
View word page
ἁρπαλέος
ἁρπαλέος ἁρπάζω greedy: adv. ἁρπαλέως, greedily, eagerly, Od., Theogn. attractive, alluring, Od., Pind.

ShortDef

greedy

Debugging

Headword:
ἁρπαλέος
Headword (normalized):
ἁρπαλέος
Headword (normalized/stripped):
αρπαλεος
IDX:
4912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4915
Key:
a(rpale/os

Data

{'content': 'ἁρπαλέος\n ἁρπάζω\n greedy: adv. ἁρπαλέως, greedily, eagerly, Od., Theogn.\n attractive, alluring, Od., Pind.', 'key': 'a(rpale/os'}