Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπάγιμος
ἁρπαγμός
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάξανδρος
ἅρπαξ
ἅρπασμα
View word page
ἁρπάγιμος
ἁρπάγιμος ἁρπάζω ravished, stolen, Anth.

ShortDef

ravished, stolen

Debugging

Headword:
ἁρπάγιμος
Headword (normalized):
ἁρπάγιμος
Headword (normalized/stripped):
αρπαγιμος
IDX:
4906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4909
Key:
a(rpa/gimos

Data

{'content': 'ἁρπάγιμος\n ἁρπάζω\n ravished, stolen, Anth.', 'key': 'a(rpa/gimos'}