Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπάγιμος
ἁρπαγμός
View word page
ἀροτροφορέω
ἀροτροφορέω ἄροτρον to draw the plough, Anth.
ShortDef
to draw the plough
Debugging
Headword:
ἀροτροφορέω
Headword (normalized):
ἀροτροφορέω
Headword (normalized/stripped):
αροτροφορεω
IDX:
4897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4900
Key:
a)rotrofore/w
Data
{'content': 'ἀροτροφορέω\n ἄροτρον\n to draw the plough, Anth.', 'key': 'a)rotrofore/w'}