Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
View word page
ἀειγενής
ἀειγενής γίγνομαι everlasting, Plat., Xen.

ShortDef

everlasting

Debugging

Headword:
ἀειγενής
Headword (normalized):
ἀειγενής
Headword (normalized/stripped):
αειγενης
IDX:
490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n490
Key:
a)eigenh/s

Data

{'content': 'ἀειγενής\n γίγνομαι\n everlasting, Plat., Xen.', 'key': 'a)eigenh/s'}