Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπάγιμος
View word page
ἀροτροπόνος
ἀροτροπόνος working with the plough, Anth.
ShortDef
working with the plough
Debugging
Headword:
ἀροτροπόνος
Headword (normalized):
ἀροτροπόνος
Headword (normalized/stripped):
αροτροπονος
IDX:
4896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4899
Key:
a)rotropo/nos
Data
{'content': 'ἀροτροπόνος\n working with the plough, Anth.', 'key': 'a)rotropo/nos'}