Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρνός
ἄρνυμαι
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
ἀρουροπόνος
ἀρόω
View word page
ἀροτριάω
ἀροτριάω ἀρόω = ἀρόω, Babr.

ShortDef

plough

Debugging

Headword:
ἀροτριάω
Headword (normalized):
ἀροτριάω
Headword (normalized/stripped):
αροτριαω
IDX:
4893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4896
Key:
a)rotria/w

Data

{'content': 'ἀροτριάω\n ἀρόω\n = ἀρόω, Babr.', 'key': 'a)rotria/w'}