Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρνίον
ἀρνός
ἄρνυμαι
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
ἀρουροπόνος
View word page
ἀροτρήτης
ἀροτρήτης ἄροτρον belonging to the plough, Anth.
ShortDef
belonging to the plough
Debugging
Headword:
ἀροτρήτης
Headword (normalized):
ἀροτρήτης
Headword (normalized/stripped):
αροτρητης
IDX:
4892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4895
Key:
a)rotrhth/s
Data
{'content': 'ἀροτρήτης\n ἄροτρον\n belonging to the plough, Anth.', 'key': 'a)rotrhth/s'}