Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄρνησις
ἀρνίον
ἀρνός
ἄρνυμαι
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
ἀρούριον
View word page
ἀροτρευτήρ
ἀροτρευτήρ ἀροτήρ = ἀροτήρ Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀροτρευτήρ
Headword (normalized):
ἀροτρευτήρ
Headword (normalized/stripped):
αροτρευτηρ
IDX:
4891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4894
Key:
a)rotreuth/r
Data
{'content': 'ἀροτρευτήρ\n ἀροτήρ\n = ἀροτήρ Anth.', 'key': 'a)rotreuth/r'}