Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνίον
ἀρνός
ἄρνυμαι
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
ἀρουραῖος
ἄρουρα
ἀρουρείτης
View word page
ἀροτρεύς
ἀροτρεύς ἄροτρον a ploughman, = ἀροτρευτήρ, Theocr.

ShortDef

a ploughman

Debugging

Headword:
ἀροτρεύς
Headword (normalized):
ἀροτρεύς
Headword (normalized/stripped):
αροτρευς
IDX:
4890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4893
Key:
a)rotreu/s

Data

{'content': 'ἀροτρεύς\n ἄροτρον\n a ploughman, = ἀροτρευτήρ, Theocr.', 'key': 'a)rotreu/s'}